- άστοχο
- isabetsiz, hedefi bulamayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δεκάρικος — η, ο [δεκάρα] 1. όποιος έχει αξία δέκα λεπτών, μιας δεκάρας («δεκάρικος καφές») 2. το ουδ. ως ουσ. δεκάρικο νόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών 3. φρ. «έβγαλε ένα δεκάρικο» για ανούσιο και άστοχο, σοβαροφανή ρητορικό λόγο … Dictionary of Greek